- παράληρος
- παράληρ-ος, ον,A raving, delirious, ib.1.2, Ph.1.387, etc.II as Subst., = παραλήρησις, Hp.Epid.3.17.ζ, Suid. s.v. λῆρος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράληρος — raving masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληρος — ον, Α 1. παράφρονας, μανιακός, τρελός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παράληρος παραφροσύνη, τρέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. παραληρώ] … Dictionary of Greek
παράληρον — παράληρος raving masc/fem acc sg παράληρος raving neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλήρους — παράληρος raving masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληρα — παράληρος raving neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράληροι — παράληρος raving masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek
σιαλοπάλλαγος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ παράληρος, καὶ ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σίαλον «σάλιο» + πάλ(λ)αγος (< παλάσσω «πιτσυλίζω»)] … Dictionary of Greek